- πρόσεχε
- προσέχωhold topres imperat act 2nd sgπροσέχωhold toimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρόσεχ' — πρόσεχε , προσέχω hold to pres imperat act 2nd sg πρόσεχε , προσέχω hold to imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσέχω — ΝΜΑ 1. έχω στρέψει την προσοχή μου σε κάτι, σκέπτομαι, παρατηρώ ή παρακολουθώ κάτι με ενδιαφέρον (α. «πρόσεχε στο μάθημα» β. «προσέχειν τῶν ἐμπείρων... ταῑς ἀναποδείκτοις φάσεσι», Αριστοτ.) 2. αντιλαμβάνομαι, διακρίνω (α. «ήταν κι αυτός εκεί αλλά … Dictionary of Greek
μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… … Dictionary of Greek
блюстисѧ — БЛЮ|СТИСѦ (117), ДОУСѦ, ДЕТЬСѦ гл. 1.Остерегаться, беречься: блюдiсѩ зълодѣ˫а зло бо съдѣваѥть. (πρόσεχε) Изб 1076, 148; ˫ако же ѥмоу облачащюс˫а въ одежю чистоу. простъ же сы оумъмь неже блюдыис˫а ѥ˫а. она же прилѣжьно зьрѩаше хот˫ащи истѣѥ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
вънѧти — (40), ВЪНЬМ|ОУ, ЕТЬ гл. 1. Услышать, воспринять; усвоить, постигнуть; уразуметь: Иже третьицею приведъ свѣдѣтелѩ. к тому не приводиті. по прѣданьи ѿпущѣнь˫а аще же не вънѩтъ ни же бесѣдова са(мъ) собою. или своимь съглагольникомь свѣдѣтельства.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
βάρδα — Κωμόπολη (υψόμ. 30 μ., 3.100 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται ΒΑ των Λεχαινών και αποτελεί έδρα του δήμου Βουπρασίας. * * * (παρακελευσματικό μόριο) πρόσεχε! φυλάξου! (για να επιστήσει την προσοχή σε επικίνδυνο σημείο, κατάσταση ή πρόσωπο)… … Dictionary of Greek
γελοιογραφία — Η τέχνη της παραμόρφωσης των χαρακτηριστικών ενός προτύπου με σκοπό να το σατιρίσει, να το ερμηνεύσει ή να τονίσει, υπερβάλλοντάς τα, ορισμένα ψυχολογικά στοιχεία της προσωπικότητάς του. Η γ. μπορεί ακόμα να διακωμωδήσει ή να καυτηριάσει έναν… … Dictionary of Greek
δαγκώνω — και δαγκάνω και δαγκάω και δακώνω (Μ δαγκώνω και δαγκάνω και δακάνω) σφίγγω ή κόβω κάτι με τα δόντια μου νεοελλ. 1. έχω τη συνήθεια ή την ιδιότητα να δαγκώνω («πρόσεχε! το σκυλί δαγκώνει») 2. είμαι εκδικητικός 3. (για έντομα) τσιμπώ, κεντρίζω 4.… … Dictionary of Greek
καμπουριάζω — [καμπούρης] 1. (αμτβ.) βγάζω στην πλάτη μου καμπούρα, γίνομαι καμπούρης, κυρτώνομαι («πρόσεχε να μην καμπουριάζεις όταν περπατάς») 2. (μτβ.) κάνω κάτι κυρτό, κυρτώνω, λυγίζω, καμπυλώνω («μέ καμπούριασαν τα βάσανα») 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ … Dictionary of Greek